απώθηση

απώθηση
η (AM ἀπώθησις)
1. ώθηση προς τα πίσω
2. απομάκρυνση, απόκρουση
3. η διεργασία της εκτόπισης στο υποσυνείδητο ιδεών, αισθημάτων ή παρορμήσεων, απαράδεκτων από τη συνείδηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απώθηση — η σπρώξιμο, περιορισμός· (ψυχολ.), εγκλεισμός στο υποσυνείδητο αναμνήσεων, ιδεών και συγκινήσεων που η συνειδητή εξωτερίκευσή τους εμποδίζεται από διάφορους φραγμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κομήτης — Ιδιόμορφο αστρικό σώμα, νεφελώδους σύστασης και απροσδιόριστων διαστάσεων. Οι κ. εμφανίζονται στον ουρανό ως λαμπροί αστέρες, ακολουθούμενοι από μια πολύ μακριά φωτεινή προέκταση. Στους κ. διακρίνονται συνήθως τρία χαρακτηριστικά μέρη: ο πυρήνας …   Dictionary of Greek

  • άπωση — η η απώθηση (βλ. λ.)· (φυσ.), «ηλεκτρική άπωση», η απώθηση δύο ομώνυμα ηλεκτρισμένων σωμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άμπωσμα — το [αμπώθω] 1. ώθηση, απώθηση 2. καθέλκυση πλοίου 3. προτροπή, παρόρμηση …   Dictionary of Greek

  • άπωση — η (AM ἄπωσις) [απωθώ] η προς τα πίσω ώθηση, η απώθηση αρχ. αποδίωξη, απόκρουση …   Dictionary of Greek

  • έκκρουση — η (Α ἔκκρουσις) απώθηση, εξώθηση με κρούση αρχ. έκπτωση λογαριασμού …   Dictionary of Greek

  • ανάκρουση — η (Α ἀνάκρουσις) [ἀνακρούω] μετακίνηση προς τα πίσω κατόπιν ωθήσεως, οπισθοδρόμηση, απώθηση νεοελλ. εκτέλεση μουσικού κομματιού από ορχήστρα αρχ. 1. αντίδραση στην αποθάρρυνση 2. (ως μουσ. όρος) αρχή μέλους, προοίμιο, προανάκρουσμα 3. (μετρ.)… …   Dictionary of Greek

  • αντάπωσις — ἀντάπωσις, η (Α) η αμοιβαία απώθηση …   Dictionary of Greek

  • αντιπερίωσις — ἀντιπερίωσις, η (Α) [αντιπεριωθώ] απώθηση αυτού που με περιβάλλει …   Dictionary of Greek

  • απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”